κόμψευμα

κόμψευμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κόμψευμα" в других словарях:

  • κόμψευμα — ingenious invention neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμψευμα — το (ΑM κόμψευμα) [κομψεύω] αυτό που λέγεται με λεπτότητα, κομψός λόγος («δῆλον ὅτι τὸ κόμψευμα ἂν εἴη τοῡτο ψεῡδος», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. κομψός τρόπος, κομψότητα συμπεριφοράς 2. κομψό ντύσιμο αρχ. ευφυής, πανούργος λόγος, πανουργία …   Dictionary of Greek

  • κόμψευμα — το, ατος κομψός τρόπος ή λόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κομψευμάτων — κόμψευμα ingenious invention neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομψεύμασιν — κόμψευμα ingenious invention neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομψεύματα — κόμψευμα ingenious invention neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομψολόγημα — το κομψός λόγος, κόμψευμα, κομψολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Ευστάθιο Α. Σίμο] …   Dictionary of Greek

  • ψυχροκόμψευμα — τὸ, Α ψυχρή έπαρση, αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + κόμψευμα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»